φάρμα

φάρμα
η, Ν
μεγάλο αγρόκτημα με διάφορες κτηριακές εγκαταστάσεις για κατοικία, αποθήκες κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. farm].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση …   Dictionary of Greek

  • La granja (telerrealidad) — Saltar a navegación, búsqueda La granja (inglés: The Farm) es un reality show creado por la productora sueca Strix, creadores también de Supervivientes (Survivor) y El bar. Este formato fue vendido a más de 40 países en todo el mundo,… …   Wikipedia Español

  • Acorralados en el Mundo — País Nombre / Web oficial Canal de televisión Ganadores Alemania Die Farm RTL 1ª Edición, 2009: Markus Laurenz …   Wikipedia Español

  • The Farm (telerrealidad) — The Farm (frecuentemente traducido como La Granja en países de habla hispana) es un reality show creado por la productora sueca Strix, creadores también de Supervivientes (Survivor) y El bar. Este formato fue vendido a más de 40 países en todo el …   Wikipedia Español

  • The Farm (TV series) — The Farm is a reality TV show created by Swedish producer Strix. Sold to more than 40 countries, The Farm is one of their most popular formats, including Survivor , The Bar or Fame Factory . In some countries the series is produced by Endemol, in …   Wikipedia

  • PHARMACOPOLAE — hodie dicuntur, qui non tantum simplicium medicaminum instituram exercent, sed etiam ex praescripto Medicorum antidotos miscent ac remedia conficiunt, longe diversi proin ab iis, quos Pharmacopolas vocavit Antiquitas. Nulli enim olim earum tentum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • επιζωοτία — Λοιμώδης ή παρασιτική ασθένεια που προσβάλλει τα ζώα. Στην περίπτωση που τα είδη των ζώων είναι πολλά, ονομάζεται πανζωοτία. Η νομοθεσία ορίζει την υποχρεωτική δήλωση των ύποπτων για ασθένεια ζώων που ο κάθε ιδιώτης έχει στην κατοχή του. Ο νόμος… …   Dictionary of Greek

  • ράντζο — (I) και ράτζο, το, και ράτζος, ο, Ν πτυσσόμενο, φορητό κρεββάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. rancho]. (II) και ράτζο και ράντσο, το, Ν αγρόκτημα με αγροτική κατοικία στην Αμερική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. rancho «μικρή φάρμα»] …   Dictionary of Greek

  • χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”